Η ΜΙΛΕΡ ΔΟΥΛΕΥΕ ΑΠΟ ΟΚΤΩ ΧΡΟΝΩΝ ΣΕ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ. Η ΦΡΙΚΤΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Στη φτωχογειτονιά που απλωνόταν γύρω από το εργοστάσιο βαμβακιού, τα παιδιά δεν γνώριζαν τι σημαίνει παιδική ηλικία. Από πέντε χρονών, με σώματα που δεν είχαν προλάβει να δυναμώσουν και πνευμόνια που μόλις μάθαιναν να γεμίζουν αέρα, τα έσπρωχναν μέσα στον θόρυβο, στη σκόνη και στο σκοτάδι, γιατί η πείνα δεν άφηνε περιθώρια για ευαισθησίες.
Ανάμεσά τους ήταν και η Μίλερ. Οκτώ χρονών. Ένα παιδί τόσο μικρό, που τα πόδια της δεν πατούσαν πάντα καλά στο τσιμεντένιο πάτωμα του εργοστασίου, αλλά τα χέρια της ήξεραν ήδη τι σημαίνει εξάντληση. Από το πρώτο φως της μέρας μέχρι να πέσει η νύχτα, δούλευε ασταμάτητα, με το βαμβάκι να αιωρείται γύρω της σαν λευκή ομίχλη που δεν έφευγε ποτέ από τα ρουθούνια και τον λαιμό της.
Όταν γύριζε στο σπίτι, δεν μιλούσε στην αρχή. Καθόταν ακίνητη, άδεια, σαν να είχε μείνει κάτι από μέσα της στο εργοστάσιο. Κι ύστερα, με όση δύναμη της είχε απομείνει, έσπαγε. Έκλαιγε. Παρακαλούσε. Έλεγε πως πονάει, πως δεν αντέχει άλλο, πως είναι παιδί και θέλει να παίξει, να τρέξει, να λερωθεί από χώμα κι όχι από βαμβακόσκονη.
Οι γονείς της δεν λύγιζαν. Όχι από κακία, αλλά από φτώχεια, από φόβο, από μια ζωή που τους είχε κάνει σκληρούς. Είχαν κι άλλα παιδιά, δύο αγόρια μεγαλύτερα, που τα έστελναν όλη μέρα για ψάρεμα και κυνήγι, μήπως και φέρουν φαγητό στο σπίτι. Δεν υπήρχε χώρος για επιλογές. Μόνο για επιβίωση.
Η Μίλερ, όμως, έβλεπε. Έβλεπε άλλα κορίτσια στη γειτονιά, παιδιά σαν κι εκείνη, που οι γονείς τους τα κρατούσαν μακριά από το εργοστάσιο. Τα ζήλευε σιωπηλά. Όχι για τα παιχνίδια τους αλλά γιατί τα προστάτευαν.
Δούλευε χειμώνα και καλοκαίρι, με μία μόνο μέρα ρεπό την εβδομάδα. Εκείνη τη μέρα δεν έπαιζε. Κοιμόταν. Ολόκληρη τη μέρα. Σαν σώμα που προσπαθεί απελπισμένα να επουλώσει πληγές που δεν φαίνονται.
Στα οκτώ της, το σώμα της άρχισε να την προδίδει, η Μίλερ δεν είχε άλλες αντοχές. Έβηχε ασταμάτητα. Έβγαζε αίμα. Τα πνευμόνια της είχαν γεμίσει σκόνη. Παρακάλεσε τον εργοδότη να την απολύσει. Του μίλησε με φόβο, με ντροπή, με απελπισία. Δεν την λυπήθηκε. Την πίεσε περισσότερο. Δύο φορές προσπάθησε να το σκάσει. Δύο φορές την έφεραν πίσω.
Και τότε, μια μέρα, κάτι άλλαξε μέσα της.
Στάθηκε μπροστά του, μικρή, άρρωστη, με μάτια που δεν έμοιαζαν πια παιδικά, και του είπε πως ξέρει ότι θα πεθάνει. Ότι το νιώθει. Ότι δεν είναι καλά. Και πως όταν φύγει, το πνεύμα της θα μείνει εκεί. Ανάμεσα στις μηχανές. Στη σκόνη. Στον θόρυβο. Και δεν θα τους αφήσει ήσυχους. Θα πάρει ψυχές μαζί της. Και εκείνον… θα τον αφήσει τελευταίο.
Η Μίλερ πέθανε λίγο αργότερα.
Έξι μήνες μετά, το εργοστάσιο έγινε μια τεράστια ΜΗΧΑΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ. Μηχανήματα που δούλευαν χρόνια χωρίς πρόβλημα άρχισαν να κόβουν χέρια. Σώματα συνθλίβονταν. Ατυχήματα φρικτά, ανεξήγητα. Κάθε εβδομάδα κι ένας ενήλικας νεκρός.
Οι γονείς τρόμαξαν. Πήραν τα παιδιά τους από αυτό το εργοστάσιο. Δεν έμεινε ούτε ένα.
Ο τελευταίος ήταν ο ιδιοκτήτης. Ένα ατύχημα τόσο βίαιο, που το σώμα του κόπηκε σχεδόν στη μέση.
Το εργοστάσιο έκλεισε.
Και λένε πως ακόμα, όταν πέφτει η νύχτα, ακούγεται ένας παιδικός βήχας μέσα στα ερείπια.
Και ένα ψιθυριστό κλάμα.
Σαν παιδί που, επιτέλους, δεν δουλεύει πια, αλλά δεν έφυγε ποτέ από εκεί μέσα.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου