Η ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΕΙΠΕ: "ΜΑΜΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ ΚΑΙ ΜΠΙΣΚΟΤΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΑΚΕΣ;"
Ο Γιάννης είχε πάει ένα συνηθισμένο απόγευμα στο σούπερ μάρκετ, χωρίς να φαντάζεται πως εκείνη η μέρα θα του άλλαζε κάτι βαθιά μέσα του. Καθώς περίμενε στην ουρά, άκουσε μια παιδική, ευγενική και διστακτική φωνούλα να λέει:
«Μαμά, μπορούμε αυτή τη φορά να πάρουμε μια πορτοκαλάδα και μπισκότα εκτός από τις φακές;»
Γύρισε και είδε μια μητέρα καθαρή, αλλά καταβεβλημένη. Τα ρούχα της φτωχικά, το βλέμμα της κουρασμένο, όμως γεμάτο αγάπη. Στο καρότσι της υπήρχε μόνο ένα σακουλάκι φακές και λίγες πατάτες. Το παιδί, γύρω στα έξι, κρατούσε σφιχτά το χέρι της και περίμενε υπομονετικά την απάντηση. Η μητέρα χαμήλωσε το κεφάλι και του ψιθύρισε: «Αγάπη μου, σήμερα όχι. Δεν μας φτάνουν τα χρήματα». Το παιδί δεν επέμεινε. Μόνο χαμογέλασε αχνά και είπε ήρεμα: «Μανούλα, την προηγούμενη φορά μου είπες πως θα τα καταφέρουμε και θα μπορέσεις να μου πάρεις μπισκοτάκια και πορτοκαλάδα...»
Ο Γιάννης ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Η εικόνα εκείνου του παιδιού, τόσο ευγενικού και υπομονετικού μέσα στη στέρηση, του ράγισε την καρδιά. Πήγε γρήγορα στα ράφια και γέμισε ένα καλάθι με μπισκότα, σοκολάτες, πατατάκια, κρουασάν, καραμέλες και χυμούς. Πήγε στο ταμείο, τα πλήρωσε και πλησίασε τη ρεσεψιόν.
Με χαμηλή φωνή είπε στην υπάλληλο:
«Θα σας παρακαλέσω να τα δώσετε στη μαμά με το παιδάκι που περιμένει εκεί, αλλά πείτε της πως είναι δώρο από το κατάστημα. Μην αναφέρετε εμένα».
Έτσι κι έγινε. Όταν ο Γιάννης από μακριά είδε το παιδί να χοροπηδά από τη χαρά του και τη μητέρα να το κοιτάζει με μάτια βουρκωμένα, ένιωσε κάτι που δεν αγοράζεται: την αληθινή πληρότητα.
Βγήκε από το σούπερ μάρκετ με την καρδιά του γεμάτη. Εκείνη τη μέρα δεν αγόρασε μόνο τρόφιμα∙ αγόρασε ένα κομμάτι ελπίδας, για εκείνο το παιδί — αλλά και για τον εαυτό του.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου