Η ΚΥΡΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΑΒΑΣΤΑΧΤΟ ΠΟΝΟ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΝΗΛΙΚΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΗΣ, ΜΑΧΕΤΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΖΕΙΝ
Μια συγκλονιστική ανθρώπινη ιστορία από τους δρόμους της Αθήνας.
Περπατούσα ήδη δύο ώρες στους δρόμους της Αθήνας κάπου σχεδόν κεντρικά, ψάχνοντας εκείνη την «ανθρώπινη ιστορία» που θα άξιζε να ειπωθεί. Είχα κουραστεί, τα πόδια μου βάραιναν, και μπήκα σ’ ένα μικρό συνοικιακό σούπερ μάρκετ απλώς για να πάρω ένα μπουκάλι νερό.
Και τότε… την είδα.
Η κυρία Ευγενία.
66 ετών.
Με φθαρμένα αλλά πεντακάθαρα ρούχα, σαν να είχε πλύνει το κάθε τι με φροντίδα και αξιοπρέπεια. Στεκόταν μπροστά στο ψυγείο με τα γάλατα, κρατώντας στη χούφτα της λίγα ψιλά. Τα μετρούσε ξανά και ξανά, με μια αγωνία που προσπάθησε να κρύψει πίσω από ένα τρεμάμενο χαμόγελο. Έριχνε ματιές στις τιμές, σαν να προσπαθούσε να ξεχωρίσει ποιο γάλα θα έφτανε για τα παιδιά της.
Εκεί, η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια.
Γέμισα βιαστικά ένα καλάθι με γάλατα, ψωμί, μακαρόνια, φρούτα—ό,τι μπόρεσα. Πλήρωσα και είπα στον υπάλληλο:
«Πες της ότι σήμερα το κατάστημα, λόγω μεγάλου τζίρου, κάνει μια έκπληξη στους πελάτες. Είναι δώρο.»
Την περίμενα διακριτικά έξω.
Όταν την είδα να βγαίνει με τα μάτια της να λάμπουν από εκείνη την ταπεινή ευγνωμοσύνη των ανθρώπων που δεν ζητούν τίποτα αλλά αξίζουν τα πάντα… ήξερα ότι αυτή θα ήταν η ιστορία της ημέρας μου.
Κι όχι μόνο αυτό. Ήξερα ότι ήθελα να τη γνωρίσω.
Πλησίασα με χαμόγελο.
— «Συγγνώμη, μήπως έχετε ώρα;»
— «Έχω παιδί μου, έχω. Τρεις και τέταρτο.» είπε και με κοίταξε σαν να περίμενε κάτι περισσότερο.
Της μίλησα. Της είπα την αλήθεια:
— «Περπατάω ώρες στους δρόμους. Ψάχνω μια ανθρώπινη ιστορία για το blog μου. Μου αρέσει να γνωρίζω ανθρώπους σαν κι εσάς…»
Τα μάτια της μαλάκωσαν.
Σαν να περίμενε κάποιον να της μιλήσει.
Σαν να της άνοιγε κάποιος μια πόρτα που είχε μείνει κλειστή καιρό.
— «Θες να έρθεις στο σπίτι μου; Να κάτσουμε στην αυλή; Να πιούμε έναν καφέ; Να γνωρίσεις τα εγγονάκια μου… και να σου πω τη δική μου ιστορία. Γεμάτη πληγές που δεν θα κλείσουν ποτέ.»
Δεν το σκέφτηκα στιγμή.
Την βοήθησα να κουβαλήσει δύο βαριές σακούλες.
Περπατούσε αργά, με δυσκολία—φάνηκε ξεκάθαρα ότι τα γόνατά της την βασάνιζαν. Έπιανε το μπράτσο μου για στήριξη. Η ανάσα της κοβόταν.
Κι όμως, ντροπαλή, ψιθύρισε:
— «Συγγνώμη παιδί μου… δεν μπορώ όπως παλιά. Τα γόνατά μου… με πρόδωσαν πριν την ώρα τους.»
— «Μη ζητάτε συγγνώμη. Εμένα χαρά μου είναι να περπατάω δίπλα σας.»
Το σπίτι της ήταν παλιό αλλά ζεστό.
Μια μικρή αυλή με τσιμεντένιο δάπεδο, δύο πλαστικές καρέκλες, μια γλάστρα με βασιλικό, κι ένα σκοινί με απλωμένες παιδικές μπλούζες.
Μόλις μπήκαμε μέσα, αντίκρισα τρία μικρά παιδιά.
Δέκα, επτά και τριών ετών.
Το δεκάχρονο κορίτσι δεν χαμογελούσε, είχε μια βαριά θλίψη στο πρόσωπο και φαινόταν πολύ προστατευτική με τα μικρότερα αδέρφια της. Τα άλλα δύο που ήταν αγοράκια χαμογελούσαν κι έτρεχαν ανέμελα στην αυλή. Το σπίτι ξεχείλιζε από αγάπη και καθαριότητα... μπορεί να ήταν φτωχικό αλλά άξιζαν συγχαρητήρια στην κ. Ευγενία γιατί το είχε αστραφτερό, τακτοποιημένο και μοσχομυριστό.
Το μικρό έτρεξε πάνω της και φώναξε:
— «Μαμά! Ήρθες!»
Η κυρία Ευγενία χαμογέλασε με έναν πόνο που δεν περιγράφεται. Με κοίταξε σαν να ντράπηκε.
— «Έτσι με φωνάζει… δεν μπορώ να του αλλάξω το στόμα. Μικρό ήταν όταν…»
Δεν χρειάστηκε να τελειώσει τη φράση και τα μάτια της βούρκωσαν για ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Καθίσαμε στην αυλή. Εκείνη ανακάτευε τον ελληνικό καφέ με αργές, σταθερές κινήσεις. Στηρίζοντας λίγο το χέρι της στο τραπέζι από τον πόνο.
— «Πείτε μου την ιστορία σας…» της είπα χαμηλόφωνα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
Κράτησε στα χέρια της ένα πράσινο πουλόβερ —το μύρισε απαλά με μάτια που έτρεμαν.
— «Αυτό… το φορούσε η κόρη μου την τελευταία μέρα. Δεν το έχω πλύνει. Έχει ακόμα τη μυρωδιά της. Είναι ό,τι μου έμεινε…»
Τα μάτια της γέμισαν.
Έκλαψα κι εγώ, σιωπηλά.
— «Εσείς μεγαλώνετε τα τρία παιδιά μόνη σας;»
— «Μόνη μου. Ο άντρας μου “έφυγε” πριν δέκα χρόνια. Η κόρη μου και ο γαμπρός μου… σκοτώθηκαν σε τροχαίο. Από τότε… είμαι μάνα, γιαγιά, πατέρας, τα πάντα. Δεν έχω κανέναν άλλον. Μόνο μια μικρή σύνταξη παίρνω.»
— «Και πώς τα βγάζετε πέρα;»
— «Κουτσά-στραβά. Το σπίτι είναι δικό μου, ευτυχώς. Αλλιώς… δεν ξέρω. Η γειτονιά βοηθάει όσο μπορεί. Ρούχα, γάλατα. Εγώ… εγώ δεν είμαι κακόμοιρα. Αξιοπρέπεια έχω. Δεν θέλω λύπηση. Έχω βάλει στόχο: θα τα μεγαλώσω. Θα δώσω και τη ζωή μου και την ψυχή μου. Για εκείνη… για το παιδί μου…»
Έσφιξε το πράσινο πουλόβερ στο στήθος της.
Το χάιδευε όπως χαϊδεύει μια μάνα το παιδί που δεν έχει πια αγκαλιά.
— «Ο πόνος… δεν φεύγει. Δεν θα φύγει ποτέ. Αλλά έχω τρία μικρά και πρέπει να σταθώ στα πόδια μου κορίτσι μου. Αυτά με κρατάνε. Αυτά με ξυπνάνε κάθε μέρα. Αυτά μου θυμίζουν ότι η ζωή, όσο σκληρή κι αν είναι, έχει πάντα ένα γιατί.»
Τα παιδιά έπαιζαν πιο πέρα, γελώντας.
Η φωνή τους ήταν το πιο όμορφο υπόβαθρο για την πιο σπαρακτική ιστορία που είχα ακούσει.
Δεν πήγα εκεί για συνέντευξη... Αυτό που έκανα μαζί της ήταν συζήτηση, μια αυθόρμητη αυθεντική συζήτηση.
– Κυρία Ευγενία… Ποια ήταν η ζωή σας πριν μείνετε μόνη με τα παιδιά;
– «Ήμασταν μια οικογένεια απλή, χαμηλών τόνων… Είχα την κόρη μου, τον γαμπρό μου, τα εγγονάκια μου. Τους βοηθούσα όσο μπορούσα. Δεν είχα πολλά… αλλά είχαμε αγάπη. Ποιος να το έλεγε ότι θα μείνω εγώ να μεγαλώσω αυτά τα τρία πλασματάκια...»
– Πώς μάθατε για το τροχαίο;
– (παίρνει βαθιά ανάσα) «Με πήρε τηλέφωνο η αστυνομία… Ένιωσα σαν να μου ξερίζωσαν την καρδιά. Δεν θυμάμαι μετά πολλά… μόνο ότι ούρλιαζα… και μετά έπεσα κάτω. Δεν θέλω κορίτσι μου να το ζήσει κανένας άνθρωπος αυτό... Ούτε ο εχθρός μου που λένε...»
Μου ζητάει να για λίγο να διακόψουμε, σηκώνεται και χάνεται μέσα στο βάθος του διαδρόμου... φανερά συντετριμμένη. Παίρνω την απόφαση και λέω στον εαυτό μου ότι όταν επιστρέψει θα της πω να σταματήσουμε την κουβέντα γιατί δεν θέλω να την φέρνω σε δύσκολη θέση. Έτσι κι έγινε, της το είπα... Η απάντησή της όμως ήταν: «Κορίτσι μου έτσι κι αλλιώς σε δύσκολη θέση είμαι κάθε ώρα, κάθε λεπτό, δεν περνάει δευτερόλεπτο που να μην σκεφτώ το παιδί μου... παλεύω καθημερινά για να μην τρελαθεί το μυαλό μου. Τα τρία αγγελούδια μου δίνουν δύναμη να προχωρήσω και να μην εγκαταλείψω τις δυνάμεις μου. Η κόρη μου από εκεί ψηλά όμως μου δίνει την μεγαλύτερη δύναμη να βρίσκω τα πατήματα μου όταν... τα χάνω για λίγο.... Γιατί είναι κι εκείνα τα πρωινά που αφού αφήσω τα παιδιά στο σχολείο, μετά χάνομαι και βυθίζομαι στις σκέψεις μου... Το πρόσωπό της, το χαμόγελό της, τα μεγάλα μελιά μάτια της είναι σαν φωτογραφία μόνιμα καρφιτσωμένη στο μυαλό μου... Ο πόνος έχει τρυπήσει την ψυχή μου, η καρδιά μου χτυπάει σαν χαλασμένο ρολόι. Θέλω το παιδί μου πίσω...»
Σφίγγει τα δόντια και με παροτρύνει να συνεχίσουμε...
– Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε όταν καταλάβατε τι έχει συμβεί;
– «Τα παιδιά… μόνο αυτά. Πώς θα τους το πω… τι θα γίνουν… Πού θα πάνε… Ήταν σαν να τέλειωσε η ζωή μου, αλλά έπρεπε να σταθώ όρθια για τις δικές τους ζωές.»
– Τι ήταν το πιο δύσκολο τις πρώτες μέρες;
– «Οι ερωτήσεις. ‘Πού είναι η μαμά; Πότε θα έρθει;’ Και το μικρό… με φώναζε μαμά χωρίς να το ξέρει. Αυτό με αποτελείωσε.»
– Η σύνταξη φτάνει για να αναθρέψει κάποιος τρία παιδιά;
– «Με τα χίλια ζόρια... Κουτσά-στραβά… Τη μοίρασα στα τέσσερα. Πρώτα τα παιδιά, μετά οι λογαριασμοί, μετά… εγώ τελευταία. Πάντα τελευταία. Ευτυχώς το σπίτι είναι δικό μου. Αν πλήρωνα και νοίκι… δεν ξέρω.»
– Η γειτονιά πάντως στέκεται βράχος...
– «Ναι… όσο μπορεί. Μου φέρνουν γάλα, ρούχα, κάνα παιχνίδι. Μικρές κινήσεις, αλλά για μένα είναι σαν να μου δίνουν ανάσα. Σαν μια σανίδα σωτηρίας... όποτε μπορούν παιδί μου κι αυτοί γιατί η ακρίβεια έχει θερίζει όλα τα σπίτια.»
– Ποια είναι η μεγαλύτερη σας φοβία;
– «Να πάθω κάτι και να μείνουν μόνα τους. Αυτό με τρώει τα βράδια. Γι’ αυτό δεν λυγίζω. Δεν έχω το δικαίωμα να λυγίσω.»
– Φαίνεστε δυνατή γυναίκα, τι στα αλήθεια σας δίνει δύναμη;
– «Τα μάτια τους… η αγκαλιά τους. Το ότι με λατρεύουν. Το ότι είμαι όλος τους ο κόσμος τώρα. Αν δεν είχα αυτά, θα είχα φύγει λίγο μετά την κόρη μου…»
– Αν η κόρη σας σας άκουγε τώρα, τι θα της λέγατε;
– (κρατά το πράσινο πουλόβερ, το μυρίζει, τα μάτια της γεμίζουν)
«Θα της έλεγα… “Μην ανησυχείς, κορίτσι μου. Σου μεγαλώνω τα παιδιά. Με ό,τι έχω και δεν έχω. Δεν θα τους λείψει η αγάπη, στο υπόσχομαι.”»
– Αν είχατε μια ευχή… μόνο μία… ποια θα ήταν;
– «Να προλάβω… να τα δω να μεγαλώνουν. Να γίνουν άνθρωποι σωστοί. Και να ξέρω πως κάπου… κάπως… η κόρη μου μας βλέπει και χαμογελάει.»
Καθόλη τη διάρκεια της κουβέντας μας το σώμα μου ήταν ανατριχιασμένο.... Όταν σηκώθηκα να φύγω, η κυρία Ευγενία με αγκάλιασε σφιχτά για πάνω από ένα λεπτό. Μια αγκαλιά που κουβαλούσε πίκρα, κούραση, μεγαλείο, μάνα και γιαγιά μαζί.
— «Να ξανάρθεις, παιδί μου. Μου έκανε καλό να μιλήσω. Μη με ξεχάσεις.»
— «Δεν πρόκειται να σας ξεχάσω ποτέ.» της είπα.
Και το εννοούσα. Για εμένα η κ. Ευγενία είναι φίλη μου πια... ειλικρινά θα τηρήσω την υπόσχεσή μου και θα την επισκέπτομαι όσο συχνά μπορώ. Έφυγα από εκείνο το παλιό, ζεστό σπίτι πιο πλούσια απ’ όσο μπήκα.
Εγώ διδάχτηκα από την κυρία Ευγενία. Έμαθα ότι η αξιοπρέπεια δεν έχει ηλικία. Η αγάπη μπορεί να κρατήσει όρθιο έναν άνθρωπο και στα πιο βαθιά σκοτάδια. Η δύναμη μιας μάνας —ακόμα κι όταν δεν είναι πια μάνα, αλλά γιαγιά— μπορεί να μετακινήσει βουνά.
Οι ήρωες δεν φορούν κάπες. Φοράνε παλιά πουλόβερ και κουβαλούν σακούλες γεμάτες ευθύνη.
Και πίσω από κάθε άνθρωπο που συναντάς τυχαία… μπορεί να κρύβεται μια ιστορία ικανή να σε αλλάξει για πάντα.
Η κυρία Ευγενία μου δίδαξε ότι η ζωή, όσο κι αν πονά, συνεχίζεται όταν κάποιος σε χρειάζεται.
Και πως μερικές φορές, το πιο μικρό καλό που κάνεις… ανοίγει τις πόρτες της πιο μεγάλης ιστορίας.
Αγαπημένη μου κ. Ευγενία.... σας ευχαριστώ για όλα.
Χρύσα Βασιλακοπούλου

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου