Η ΦΤΩΧΗ ΓΙΑΓΙΑΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΥΣΗ ΤΣΕΠΗ


Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα μικρό χωριό, ζούσε μια φτωχή γιαγιάκα. Ζούσε μόνη της σε ένα μικρό σπιτάκι, κάτω από μια μεγάλη δρυ, και παρόλο που δεν είχε χρήματα, είχε καρδιά γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Η γιαγιάκα, η Αθηνά, περνούσε τις μέρες της φροντίζοντας τον κήπο της, μιλώντας με τα ζώα και βοηθώντας όποιον είχε ανάγκη.

Η ζωή της ήταν απλή και ήρεμη, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη δυσκολίες. Το σπίτι της ήταν παλιό και το τζάκι της δεν ζέσταινε πολύ καλά τον χειμώνα. Ωστόσο, πάντα είχε ένα χαμόγελο και δεν παραπονιόταν ποτέ.

Κάθε Κυριακή, η Αθηνά πήγαινε στην αγορά του χωριού. Ακόμα κι αν δεν μπορούσε να αγοράσει τίποτα, της άρεσε να μιλάει με τους γείτονες και να χαμογελάει. Εκεί, όλοι την ήξεραν και τη θεωρούσαν μία από τις πιο καλοσυνάτες γυναίκες του χωριού. Κάποιοι, μάλιστα, την αποκαλούσαν «η γιαγιά με την χρυσή καρδιά». Ήξεραν ότι, ακόμα κι αν δεν είχε πλούτη, η καλοσύνη της ήταν πιο πολύτιμη από όλα τα χρήματα του κόσμου.

Αλλά υπήρχε κάτι που κανείς δεν ήξερε για την καλοσυνάτη γιαγιάκα. Σε μια από τις βαθιές τσέπες του παντελονιού της, έκρυβε κάτι πολύ ιδιαίτερο — μια μικρή χρυσή τσέπη. Και όχι, δεν ήταν χρυσάφι, ούτε καν κόσμημα. Ήταν μια μικρή τσέπη φτιαγμένη από χρυσή κλωστή, η οποία είχε μαγικές δυνάμεις...

Η μαγική τσέπη της γιαγιάκας δεν φαινόταν ιδιαίτερα, αλλά ήταν γεμάτη από μια σπάνια δύναμη. Κάθε φορά που η Αθηνά την άγγιζε με τα δάχτυλά της και έβαζε το χέρι της μέσα, το χρυσό νήμα έλαμπε απαλά, και τότε συνέβαινε κάτι θαυμαστό: όλα γύρω της γίνονταν λίγο πιο όμορφα και οι άνθρωποι γύρω της, ακόμα κι οι πιο απογοητευμένοι, έβρισκαν λίγη ελπίδα.

Μια μέρα, καθώς περπατούσε στην αγορά, η Αθηνά συνάντησε τον μικρό Τάσο, έναν φτωχό παιδί που έπαιζε δίπλα στην πλατεία. Το παιδί είχε μια θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό του και κρατούσε στα χέρια του ένα σκισμένο παιχνίδι. Η καρδιά της γιαγιάκας σφίχτηκε και πλησίασε τον μικρό.

«Τι έχεις, παιδάκι μου; Γιατί είσαι έτσι στεναχωρημένος;» ρώτησε με τη γλυκιά της φωνή.

Ο Τάσος σήκωσε τα μάτια του, και με δάκρυα στα μάτια του είπε: «Δεν έχω παιχνίδι να παίξω, γιαγιά. Αυτό το παλιό παιχνίδι είναι χαλασμένο και κανείς δεν έχει χρήματα να μου πάρει καινούργιο. Δεν θέλω να είμαι διαφορετικός από τα άλλα παιδιά.»

Η γιαγιάκα, βλέποντας την θλίψη του παιδιού, έβαλε το χέρι της στην χρυσή τσέπη της και, ενώ ψιθύριζε μια μικρή προσευχή, το χρυσό νήμα άρχισε να λάμπει. Στη στιγμή, από την τσέπη της βγήκε ένα μικρό, χρυσό αλογάκι, φτιαγμένο από το πιο μαλακό και λαμπερό υλικό που είχε ποτέ δει κανείς.

Ο Τάσος άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. «Αυτό... αυτό είναι το πιο όμορφο παιχνίδι που έχω δει ποτέ!» φώναξε, και το αλογάκι άρχισε να κινείται μόνο του, σαν να ζωντάνεψε.

«Αυτό το αλογάκι είναι για σένα», είπε η γιαγιάκα με το χαμόγελό της. «Αλλά να θυμάσαι, παιδί μου, ότι η πραγματική αξία δεν βρίσκεται σε ό,τι έχουμε ή σε ό,τι μπορούμε να αγοράσουμε. Η αληθινή αξία βρίσκεται στην καλοσύνη και στην αγάπη που μοιραζόμαστε με τους άλλους.»

Ο Τάσος πήρε το αλογάκι στα χέρια του και ένιωσε την καρδιά του να γεμίζει με ζεστασιά και χαρά. «Σε ευχαριστώ, γιαγιά», είπε με ευγνωμοσύνη.

Από εκείνη την ημέρα, ο μικρός Τάσος περνούσε τις μέρες του χαρούμενος, παίζοντας με το αλογάκι και βοηθώντας τους άλλους γύρω του. Και η γιαγιάκα, βλέποντας το παιδί να χαμογελά, ένιωθε ότι είχε κάνει το καλύτερο δώρο της καρδιάς της.

Αλλά η ιστορία της γιαγιάκας δεν τελείωσε εκεί. Η χρυσή τσέπη της είχε πολλές ακόμα εκπλήξεις για όλους εκείνους που είχαν ανάγκη, και η καλοσύνη της συνέχιζε να απλώνεται στο χωριό, σαν τις ακτίνες του ήλιου σε μια ήρεμη μέρα.


Σχόλια