ΠΑΡΑΜΥΘΙ: Η ΤΟΣΟΔΟΥΛΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ


Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα μικροσκοπικό χωριό μέσα σε μια παπαρούνα, ζούσε η Τοσοδούλα – ένα κορίτσι τόσο δα μικρούλι που κοιμόταν μέσα σε ένα καρύδι και έπινε τσάι από αγριομολόχα.

Η Τοσοδούλα είχε ένα μεγάλο μυστικό: ένα ζευγάρι μαγικά παπούτσια, ραμμένα από πεταλουδόφτερο και κλωστή αράχνης! Όταν τα φορούσε, μπορούσε να κάνει τρεις υπέροχες μεταμορφώσεις:

  1. Να γίνει αόρατη σαν τη νυχτερίδα στο σκοτάδι 

  2. Να χοροπηδά πιο ψηλά κι απ' τον βάτραχο του ποταμού 

  3. Να μιλάει με τα ζώα – ακόμα και με το μουτρωμένο σκαθάρι της γειτονιάς 

Μια μέρα, ο ήλιος δεν ανέτειλε. Ολόκληρο το Λουλουδοχωριό βυθίστηκε στο μισοσκόταδο, γιατί ο Ύπνος είχε... ξεχαστεί και κοιμόταν ακόμα!

«Πρέπει να τον ξυπνήσουμε!», φώναξε η Τοσοδούλα. Φόρεσε τα παπούτσια της και με ένα πηδηματάκι βρέθηκε στην Κοιμισμένη Κοιλάδα.

Μέσα από ένα ροχαλητό-ανεμοστρόβιλο και έναν λαβύρινθο από μαξιλάρια, η Τοσοδούλα έφτασε στον Ύπνο – έναν γιγαντιαίο τύπο με πυτζάμες από σύννεφα.

«Κύριε Ύπνε, ξυπνήστε! Ο ήλιος σας περιμένει!»
Αλλά τίποτα... Ροχάλιζε και πετούσε φουσκάλες.

Τότε, η Τοσοδούλα έκανε κάτι τολμηρό: ψιθύρισε στο αυτί του το πιο αστείο ανέκδοτο που της είχε πει ποτέ η πασχαλίτσα. Ο Ύπνος ξέσπασε σε γέλια και πετάχτηκε πάνω.

«Ωχ! Άργησα! Ο ήλιος με περιμένει!»

Και κάπως έτσι, με λίγη μαγεία, μια γερή δόση θάρρους και πολλή παιχνιδιάρικη φαντασία, η Τοσοδούλα έφερε ξανά το φως στο Λουλουδοχωριό.

Από τότε, κάθε πρωί που ο ήλιος λάμπει, όλοι ξέρουν ότι κάπου εκεί γύρω υπάρχει ένα μικρό κορίτσι με μαγικά παπούτσια και καρδιά πιο μεγάλη κι απ’ τον κόσμο όλο.

Σχόλια